Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

έρχομαι κατόπιν

  • 1 έρχομαι

    (αόρ. ήλθα, ήρθα и ήρτα — μέλλ. θα έλθω, έρθω, ερτω—προστ. έλα, ελατέ, ελθέ, έλθετε) αμετ.
    1) идти (откудаέρχл.); приходить; прибывать, приезжать; έλα εδώ иди сюда; θάρθει με το βραδυνό τραίνο он приедет вечерним поездом;

    έρχομαι πρώτος (δεύτερος, τρίτος) — а) приходить, прибывать первым (вторым, третьим); — б) занимать первое (второе, третье) место;

    δεν ήρθε γιά καλό ничего хорошего не жди от его приезда;
    2) возвращаться; 3) приходить (в какое-л. состояние);

    έρχομαι στα συγκαλά μου ( — или στον εαυτό μου) — приходить в себя, успокаиваться;

    4) приходить, появляться (об обычае, слове, выражении);
    5) подходить, приближаться, наступать;

    τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου — я видел, как он направился ко мне;

    μας ήρθε ο χειμώνας наступила зима;

    έρχεται μπόρα — приближается гроза;

    έρχεται βροχή — собирается дождь;

    6) появляться;

    έρχομαι στον κόσμο — появляться на свет;

    έρχομαι εις φως — обнаруживаться;

    έρχομαι εις γνώσιν — становиться известным;

    7) охватывать, внезапно овладевать;
    του ήρθε ζάλη у него закружилась голова; του ήρθε πυρετός у него поднялась температура; του ήρθε ΰπνος им овладел сон, он заснул; του ήρθε ο οίστρος к нему пришло вдохновение; μου ήρθε κόλπος я был ошеломлён; 8) απρόσ. мне хочется; μούρχονται γελοία или μοδρχεται να γελάσω меня разбирает смех; μούρχεται να κλάψω мне хочется плакать; δε μούρχεται να τον πικράνω мне не хочется его огорчать; μοδρχεται όρεξη να κάνω κάτι мне хочется сделать что-л.; 9) попадать (в какое-л. положение);

    έρχομαι εις αμηχανίαν — попадать в затруднительное положение;

    10) перен. доходить до...; докатываться до... (разг);

    έρχομαι εις ρήξιν — доходить др разрыва, порывать;

    έρχόμαστε σε λόγια (στα χέρια) — доходить до ссоры (до драки);

    11) переворачиваться (падая);
    ήρθε κορώνα монета упала «орлом»; 12) перен. оборачиваться, поворачиваться (о делах, событиях);

    πού ξέρεις πώς έρχονται καμμιά φορά τα πράματα! — кто знает, как могут обернуться дела!;

    13) идти, быть к лицу; подходить, годиться;

    καλά της έρχεται το φόρεμα — это платье ей к лицу;

    14) соглашаться;
    ήρθε στα λόγια μου он согласился со мной;

    δεν έρχεται σε λογαριασμό — с ним не договоришься, с ним трудно договориться;

    15) приходить (к чему-л.);

    έρχ να πιστέψω — приходить к убеждению;

    16) хотеть, собираться;

    διά της παρούσης μου έρχομαι να σας αναγγείλω ότι... — настоящим я хочу уведомить вас, что...;

    πρώτον έρχομαι να ερωτήσω γιά την καλή σας υγεία — сначала я хочу осведомиться о вашем здоровье (формула в начале письма);

    § έρχομαι κατόπιν ( — или μετά, υστέρα)... — следовать за...;

    έρχομαι πρίν ( — или προηγούμενα, πρώτα) — предшествовать;

    έρχώς ( — или ίσαμε) — доходить до..., достигать (какого-л. предела, уровня);

    μου έρχεται ως τούς ώμους — он мне по плечо;

    τό φουστάνι της έρχεται ως τα γόνατα — юбка доходит ей до колен;

    έρχομαι στα πράματα — приходить к власти;

    έρχομαι σε βοήθεια — приходить на помощь;

    έρχομαι στο κέφι — слегка пьянеть;

    καλώς ήλθες (или ήλθατε)! добро пожаловать!;
    ήρθε καπάκι это как раз то, что надо; ήρθε η ώρα να... пришло время, настал момент, пробил час; λέει ό,τι τούρθει он говорит всё, что придёт ему в голову; όλα ανάποδα μας ήρθαν(ε) всё у нас пошло шиворот-навыворот; τί μοΰρθε να το κάνω αυτό; зачем я это сделал?; τί σούρθε να πας; зачем ты поехал?; μοΰρθε στο νού я вспомнил, мне пришло на ум; μούρχεται άλλο πράμα мне трудно сказать, что со мной; τί σού ήλθε; что на тебя нашло?;

    πάει κ' έρχεται — быть сносным, терпимым, подход'ящим (о человеке, предмете);

    πάει (или συ ρε) κ' έλα туда и обратно;
    εισιτήριο 'πάει κ' έλα билет туда и обратно; τό (τα) πήγαιν' έλα или τό (τα) σύρε κ' έλα хождение взад и вперёд; έλα δα, μην τα παραφουσκώνεις нет, не надо преувеличивать; έλα, μην κλαις πιά ну хватит, перестань плакать;

    έρχομαι κατ' επάνω — а) направляться, двигаться на кого-л.; — б) нападать, атаковать кого-л.;

    Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε погов, а) каким он был, таким и остался; б) с чем пошёл, с тем и вернулся; вернулся ни с чем

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έρχομαι

  • 2 εορτή

    η праздник, торжество, празднество;

    ονομαστική εορτή — именины;

    εθνική εορτή — национальный праздник;

    § κατόπιν εορτης — слишком поздно;

    έρχομαι κατόπιν εορτής — приходить X шапочному разбору

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εορτή

См. также в других словарях:

  • επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… …   Dictionary of Greek

  • εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • μέτειμι — (I) μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους 2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ… …   Dictionary of Greek

  • καταδέω — (I) καταδέω (Α) 1. δένω στερεά («ἵππους μὲν κατέδησαν... ἱμᾱσι φάτνη ἐφ ἱππείῃ» Ομ. Ιλ.) 2. περιδένω, περιτυλίγω («θραῡμά ἐστι καταδῆσαι», ΠΔ) 3. βάζω σε δεσμά, φυλακίζω («συνέλαβε σφέας καὶ κατέδησε», Ηρόδ.) 4. καταδικάζω κάποιον για έγκλημα 5.… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιγίγνομαι — Α 1. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον (α. «καὶ διαγωνιά σας μὴ συνεπιγενομένων τῶν περὶ τὸν Μάγωνα... πανταχόθεν αὐτὸν οἱ πολέμιοι περιστῶσιν», Πολ. β. «αἴτια κακῶν συνεπιγίγνεσθαι», Βέττ. Βάλ.) 2. (για πυρετό) ενσκήπτω… …   Dictionary of Greek

  • εφυστερίζω — ἐφυστερίζω (ΑΜ) έρχομαι αργότερα, υστερώ, καθυστερώ («ἐστασίαζέ τε οὖν τὰ τῶν πόλεων καὶ τὰ ἐφυστερίζοντά που» γίνονταν λοιπόν εμφύλιοι πόλεμοι στις πόλεις και εκεί όπου καθυστέρησαν να εκραγούν..., Θουκ.) αρχ. γίνομαι κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί… …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»